- οδοντοτεχνικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοντοτεχνία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οδοντοτεχνικός — ή, ό [οδοντοτεχνία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοντοτεχνία ή στον οδοντοτεχνίτη 2. το θηλ. ως ουσ. η οδοντοτεχνική η τέχνη τής κατασκευής από ειδικό υλικό τεχνητών δοντιών και οδοντοστοιχιών, αλλ. οδοντοτεχνία … Dictionary of Greek